Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Εκπαιδευτική βαλίτσα από το Μουσείο Μπενάκη!

Πριν λίγες μέρες έφτασε στο σχολείο μας μια εκπαιδευτική βαλίτσα για τη μοντέρνα ζωγραφική! Μέσα η βαλίτσα περιέχει ένα σωρό καλούδια για τη ζωγραφική, τα χρώματα, τους ζωγράφους και για εμάς που αγαπάμε την τέχνη! Με όλα αυτά, θα μάθουμε, θα ζωγραφίσουμε, θα εκφραστούμε και θα παίξουμε! Σας ευχαριστούμε πολύ! 

Εκδρομή στον Άγιο Ιωάννη!

 Ένα πανέμορφο μέρος του νησιού μας είναι η εκκλησία του Αγίου Iωάννη. Τον Οκτώβριο αποφασίσαμε να πάμε μια εκδρομή εκεί. Περάσαμε πολύ ωραία. Μαζέψαμε καρύδια, τραγουδήσαμε και εξερευνήσαμε το περιβάλλον!



Δώρο από τον Αρκτούρο!

Οι εθελοντές του Αρκτούρου βοηθούν και αγαπούν τα ζώα. Προστατεύουν τις αρκούδες, τους λύκους, τα ελάφια, τα ζαρκάδια και άλλα ζώα! Στην αρχή της χρονιάς, μας έστειλαν ένα ωραίο πακέτο γεμάτο αφίσες για τα ζώα! Μάθαμε για το δάσος και πολλά είδη ζώων! Σας ευχαριστούμε πολύ! Καλή συνέχεια στο έργο σας!!

Έντυπο υλικό από το WWF!

Το WWF με αισιοδοξία και αποφασιστικότητα προστατεύει εδώ και πολλά χρόνια το περιβάλλον. Με τη βοήθεια του γινόμαστε κι εμείς υπεύθυνοι πολίτες που αγαπάμε το περιβάλλον και ενημερωνόμαστε! Στην αρχή της χρονιάς μας έστειλαν ένα πακέτο με αφίσες και περιβαλλοντικά παιχνίδια! Χαρήκαμε πολύ! Σας ευχαριστούμε για όλα!!


Ποιήματα για την ειρήνη και τον πόλεμο!

Με αφορμή την επέτειο του «Όχι» διαβάσαμε και σχολιάσαμε ποιήματα για τον πόλεμο και την ειρήνη. Ο καθένας μας διάλεξε από ένα ποίημα και τα παρουσιάσαμε στην τάξη. 

Χρυσοβαλάντης: Ο αγαπημένος μου ποιητής είναι ο Ρίτσος. Το ποίημα που διάλεξα είναι το «Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες». Με συγκινεί πολύ, γιατί σκέφτομαι όλες τις μαμάδες που αγαπούν τα παιδιά τους και τα έχασαν στον πόλεμο. Η μαμά του ποιήματος βλέπει το γιο της πάντα μπροστά της. Μακάρι να μην υπήρχε πόλεμος. Μακάρι όλες οι μανούλες να είχαν τα παιδιά τους καλά. 

Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες (Γιάννης Ρίτσος)

Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Γιε μου στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.

Νομική: Όταν άκουσα αυτό το ποίημα αισθάνθηκα παράξενα. Τίποτα δε μπορεί να κινηθεί χωρίς τον άνθρωπο. Ένας άνθρωπος μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο. Θα ήθελα, όλοι οι άνθρωποι να σκέφτονται σωστά και να αγαπάνε τους άλλους. Έτσι, δε θα υπήρχε πόλεμος. 
Ξέρει να σκέφτεται (Μπ. Μπρεχτ)
Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται οδηγό
Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται πιλότο
Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-ξέρει να σκέφτεται

Θεολογία:Ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα του Ρίτσου είναι «η Ρωμιοσύνη». Το ποίημα αυτό μας μιλά για την Ελλάδα την οποία δεν πρέπει να την κυβερνά κανείς εκτός από τον Έλληνα. Τις πέτρες και τα ποτάμια δεν πρέπει να τα «πατάει» κανένα άλλο πόδι, εκτός από το ελληνικό. Οι στρατιώτες όταν φεύγουν για τον πόλεμο είναι θλιμμένοι γιατί πιστεύουν πως δε θα ξαναγυρίσουν στο ελληνικό χώμα, όμως είναι και πεισμωμένοι γιατί θέλουν να πολεμήσουν κι ας πεθάνουν για την πατρίδα. Το ποίημα με έκανε να αισθανθώ περήφανη.
Η Ρωμιοσύνη (Γ. Ρίτσος)
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.